ΤA ΝΕΑ ΜΑΣ

Στον Βασίλη Κοντοριζο

16-12-2025

Δεν είναι καθόλου παράξενο που ο Βασίλης Κοντορίζος σε όλη του την ζωή υπήρξε ένας… καλοκαιρινός θα λέγαμε τύπος, με ό,τι φέρνει μαζί του ένα καλοκαίρι: Ήλιο, φως, κέφι, χρώματα, ζωή στα κόκκινα.

Κατακαλόκαιρο ήρθε στον κόσμο, στις 19 Αυγούστου 1937, και του θέρους τα σημάδια τον σημάδεψαν. Λες και έμοιασε στον τόπο του, την Πορταριά, που θερινή φαντάζει σαν πολυτέλεια, σαν εξαίρεση, σαν αγάπη. Τον χειμώνα ζει όπως όλοι οι άλλοι τόποι….

Στης γιαγιάς του της Ζαφειρής το σπίτι γεννήθηκε, όπως γράφει ο ίδιος σε κάποιο του σημείωμα που έχω την τιμή να κατέχω. Ο μπάρμπα Γιάννης, ο πατέρας του, είχε ταβέρνα και καφενέ.

Η ζωή του Βασίλη υπήρξε μία διαρκής μετάβαση: Από το χειμωνιάτικο του πατρικού του, στα καλντερίμια του χωριού, στην πλατεία, στο μαγαζί του πατέρα του, στις σπηλιές όπου κρύβονταν όλοι από τους Γερμανούς, κι’ ύστερα στην απελευθέρωση, στις ανάσες ζωής, στο δημοτικό σχολείο των πολλών αναμνήσεων, και μετά στην μεγάλη πόλη όπου πρώτα ξαφνιάστηκε το χωριατόπαιδο και όταν συνήλθε αποφάσισε πως θέλει πλατύτερους δρόμους. Έτσι στόχευσε την πρόοδο μέσα από τις ανώτερες σπουδές.

Κάπως έτσι έγινε αυτός που ξέρουμε αλλά και κείνος που δεν γνωρίσαμε γιατί ίσως να ήταν ασύμφορα τρυφερός για την πολιτική του εικόνα. Είχε πολλές επιστροφές ο Βασίλης. Όταν ήθελε να ξαναβρεί τις άκρες του έβγαινε στο ξέφωτο της καρδιάς του, κάπου στην Μάνα, κάπου στο μοναστήρι του Αη Γιάννη που ποτέ δεν του άρεσε που γκρεμίστηκε για να γίνει κατασκήνωση, ή όπου αλλού είχε ξεκουραστεί είχε παίξει και είχε χαμογελάσει και κει θυμόταν τους ήρωες της ζωής του, τους έπαιρνε από το χέρι (ζούσαν, δεν ζούσαν) και ξεκινούσε πάλι.

 Πάντα από την Πορταριά και για την Πορταριά. Ο τόπος του ήταν το ρούχο του…Το φορούσε όταν γλυκαινόταν με την μνήμη του Γιάννη Παγωνάρη που θεωρούσε πως με κίνδυνο της ζωής του έσωσε πολλούς Πορταρίτες στην Κατοχή, όταν τιμούσε αυτούς που εκτελέστηκαν στο Ορμάν Μαγούλα, όταν έφερνε στο νου τις στιγμές του, συνήθως πικρές αλλά  ο βασιλικός της αυλής και το θυμάρι των αγρών απομάκρυναν την πίκρα της στενής καθημερινότητας. Άλλωστε αυτός είχε αρχίσει να φεύγει μπροστά, με φυλαχτό όσα τον είχαν πικράνει και τα είχε μηδενίσει και με ανομολόγητο τραγούδι εντός του τους ήχους παλαιών και επομένων εμβατηρίων….

Από ένα σημείο και μετά, γνωρίζοντας πολύ σημαντικούς ανθρώπους στάθηκε δίπλα τους αξιοπρεπής αλλά και τολμηρός, διεκδικώντας για την μικρή του πατρίδα που για κείνον υπήρξε τεράστια ως απόλυτος και τεράστιος σκοπός (όπως και παντοτινός προορισμός).

Δεν ήταν πάντα σωστός. Οπωσδήποτε όμως είχε αγαθές προθέσεις και, παρά τα …μεγαλεία που αξιώθηκε, παρέμεινε για όλους ο Βασίλης που φώναζε δυνατά στον Δημητράκη τον Σκλείδη και γινόταν πανηγύρι στην πλατεία, με την ίδια ευκολία που αποκαλούσε με τα μικρά τους ονόματα τους σπουδαίους που έφερνε στην πλατεία του χωριού.

Δεν ξέρω αν τελικά ο Βασίλης Κοντορίζος ήταν σπουδαίος ή αν απλά η Πορταριά, το ρούχο που διάλεξε να ντυθεί, του πήγαινε πολύ και μάλιστα του έγινε και παράσημο….

Το σημαντικό είναι ότι για μας δεν είναι απών καθώς όποια πέτρα και αν σηκώσεις στο χωριό θα βρεις ένα κρυμμένο γέλιο του, μια κουβέντα δική του , τον τρόπο του τελικά να σκεπάζει με καλοκαίρια τους χειμώνες των ανθρώπων, ως γνήσια γέννα εκείνου του μακρινού Αυγούστου….Και αυτό είναι η μεγαλύτερη από τις πολλές του νίκες!

Ευχαριστούμε την δημοσιογράφο Ελένη Συριβελη για το κείμενο